Κολχος

Κολχος
    Κόλχος
    I
    2
    колхидский Her., Plat. etc.
    II
    ὅ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Κολχος" в других словарях:

  • Κόλχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόλχος — (6oς; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος από την Αττική. Είναι γνωστός μόνο από ένα μελανόμορφο αγγείο, που βρέθηκε στη Βούλκα και εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου. * * * ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, ίδος) κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

  • Κολχικῶν — Κόλχος fem gen pl Κόλχος masc/neut gen pl Κολχικός fem gen pl Κολχικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικόν — Κόλχος masc acc sg Κόλχος neut nom/voc/acc sg Κολχικός masc acc sg Κολχικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικοῖς — Κόλχος masc/neut dat pl Κολχικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικοί — Κόλχος masc nom/voc pl Κολχικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικοῦ — Κόλχος masc/neut gen sg Κολχικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικούς — Κόλχος masc acc pl Κολχικός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικῆς — Κόλχος fem gen sg (attic epic ionic) Κολχικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολχικῇ — Κόλχος fem dat sg (attic epic ionic) Κολχικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»